- πλόμενος
- πλόμενος, [dialect] Ep. sync. [tense] pres. part. of πέλομαι, formed after the Homeric περιπλόμενος, Euph.58.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταπλόμενοι — μεταπλόμενοι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ μεταποιηθέντες, οἱ ἐξ ἀνθρώπων γενόμενοι θεοί». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πλόμενος, επικ. συγκεκομμ. μτχ. ενεστ. τού πέλομαι] … Dictionary of Greek
παραπλόμενος — ένη, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «παραπλομένοισι παροῡσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πλόμενος, επικ. συγκεκομμένος τ. μτχ. ενεστ. τού πέλομαι «κινούμαι, κατευθύνομαι»] … Dictionary of Greek